- πριχού
- και πρίχου Νεπίρρ. (κυρίως στον Ερωτόκρ.) (με χρον. σημ.) πριν, προτού («να τσι ξεράνει το δενδρό, πρίχου να τό φυτέψει», Ερωτόκρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, ο τ. πριχού προήλθε από συμφυρμό τού πριν και τού λατ. prius «πριν, πρωτύτερα» με τις εξής μεταβολές: πριν + prius > πριού > πριγού > πριχού. Κατ' άλλη άποψη, ο τ. πριχού, ο οποίος απαντά διαλεκτικά και με τη μορφή πριjού, έχει σχηματιστεί —με κατάλ. -ου κατά το προτού— από αμάρτυρο τ. *πριjή < πρί(ν) γ' ἤ < πριν ἤ. Έχει διατυπωθεί, επίσης, η άποψη ότι το πριχού προήλθε από το πρίν και το χρονικό οὗ κατά τα ἔως οὗ, μέχρις οὗ ή πιθ. από αμάρτυρο *πριγχού < *πριν-χού κατά τα παντα-χού, ενιαχού].
Dictionary of Greek. 2013.