πριχού

πριχού
και πρίχου Ν
επίρρ. (κυρίως στον Ερωτόκρ.) (με χρον. σημ.) πριν, προτού («να τσι ξεράνει το δενδρό, πρίχου να τό φυτέψει», Ερωτόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, ο τ. πριχού προήλθε από συμφυρμό τού πριν και τού λατ. prius «πριν, πρωτύτερα» με τις εξής μεταβολές: πριν + prius > πριού > πριγού > πριχού. Κατ' άλλη άποψη, ο τ. πριχού, ο οποίος απαντά διαλεκτικά και με τη μορφή πριjού, έχει σχηματιστεί —με κατάλ. -ου κατά το προτού— από αμάρτυρο τ. *πριjή < πρί(ν) γ' < πριν ἤ. Έχει διατυπωθεί, επίσης, η άποψη ότι το πριχού προήλθε από το πρίν και το χρονικό οὗ κατά τα ἔως οὗ, μέχρις οὗ ή πιθ. από αμάρτυρο *πριγχού < *πριν-χού κατά τα παντα-χού, ενιαχού].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πριχού — επίρρ. χρον., προτού, πριν: Να τση ξεράνει το δέντρο πριχού να το φυτέψει (Ερωτόκριτος) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προτού — προτοῡ ΝΑ (σύνδ. χρον.) πριν από (α. «άναβε το λυχνάρι σου προτού να σε βρει η νύχτα», παροιμ. θ. «ξυπνάει προτού χαράξει» γ. «προτοῡ ἐγκλεισθῶ» προτού αποχωρίσω από τον κόσμο και κλειστώ σε μοναστήρι, Μόσχ. Ι. δ. «ξύμμαχοί τε γὰρ οὐδενὸς πω ἐν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”